παρθενομήτωρ

παρθενομήτωρ
-ορος, η, ΝΜΑ
εκκλ. προσωνυμία τής Θεοτόκου ως παρθένου και μητέρας συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -μήτωρ (< μήτηρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

  • ԿՈՒՍԱԾԻՆ — (ծնի, իւ.) NBH 1 1123 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c, 13c ա. (իբր կր.) παρθενογενής, ὀ ἑκ παρθένου a virgine natus, editus. Ի կուսէ ծնեալ. կուսորդի. մակդիր սեպհական յիսուսի. *Զկուսածինն, որ ʼի կուսէն է. Դամասկ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԿՈՒՍԱՄԱՅՐ — (մօր.) NBH 1 1124 Chronological Sequence: Unknown date գ. παρθενομήτωρ virgo mater. Կոյս եւ մայր. մայծ եւ կոյս. սեպհական կնիք սուրբ աստուածածնի. *աստուածածին մարիամ, կուսամայր, լուսաբեր: (Յիսուս) կուսամօր որդի. Կւրղ. ʼի կոյսն. եւ Պրպմ. ՟Խ՟Դ:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”